κοπάσαν

κοπάσαν
κοπάζω
grow weary
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Παρθενίαι (-ες) — Ονομασία που έδιναν στη Σπάρτη στους νέους που είχαν γεννηθεί στη διάρκεια του πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου. Εκείνη την εποχή, για να μην ελαττωθεί ο δωρικός πληθυσμός, οι βασιλιάδες της Σπάρτης έδωσαν την άδεια στις Σπαρτιάτισσες να συνάψουν… …   Dictionary of Greek

  • Σανιδικά — Αιματηρά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην Αθήνα από τις 17 ως τις 21 Νοεμβρίου 1902. Ονομάστηκαν έτσι επειδή ο λαός της Αθήνας στις επιθέσεις του εναντίον της αστυνομίας χρησιμοποίησε σανίδες από οικοδομή της οδού Σταδίου. Αφορμή των… …   Dictionary of Greek

  • Σκιαδικά — Αντιμοναρχικές εκδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα το 1859. Άρχισαν όταν στις 10 Μαΐου εκείνου του χρόνου, εμφανίστηκαν στο Πεδίο του Άρεως αντιμοναρχικοί φοιτητές με σκάδια (καπέλα) εγχώριας παραγωγής, εκδηλώνοντας έτσι την αντίθεση τους στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”